κατάκορφος

κατάκορφος
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται ακριβώς στην κορυφή, αυτός που είναι στο πιο ψηλό σημείο.
επίρρ...
κατάκορφα
ακριβώς στην κορυφή, στο ακρότατο σημείο τής κορυφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κορφος (< κορ[υ]φή), πρβλ. δί-κορφος, πολύ-κορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατάκορφος — η, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται πάνω στην κορφή: Ο ήλιος είναι κατάκορφος. –Κατάκορφα στο βουνό είναι ένα ρημοκλήσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”